- ὑπαγωγός
- ὑπᾰγωγ-ός, όν,A carrying off downwards, evacuating,
κοιλίας Dsc.2.33
;οὔρων καὶ κοιλίης Aret.CD1.2
: abs., aperient,κλύσμα Gal.18(1).250
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοιλίας Dsc.2.33
;οὔρων καὶ κοιλίης Aret.CD1.2
: abs., aperient,κλύσμα Gal.18(1).250
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπαγωγός — carrying off downwards masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαγωγός — όν, Α [ὑπάγω] 1. αυτός που προξενεί κένωση («κοιλίης ὑπαγωγός», Αρετ.) 2. καθαρτικός («διὰ κλύσματος... ὑπαγωγοῡ», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ὑπαγωγόν — ὑπαγωγός carrying off downwards masc/fem acc sg ὑπαγωγός carrying off downwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγωγοῦ — ὑπαγωγός carrying off downwards masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπήλατος — ον, Α (για φάρμ.) αυτός που οδηγεί προς τα κάτω, υπαγωγός, καθαρτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ἐξ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
υπαγωγικός — ή, όν, Α [ὑπαγωγός] 1. αυτός που εκτείνεται σε μήκος, αυτός που έχει πλατειασμούς 2. ελκυστικός … Dictionary of Greek
ὑπαγωγά — ὑπαγωγά̱ , ὑπαγωγή leading on gradually fem nom/voc/acc dual ὑπαγωγά̱ , ὑπαγωγή leading on gradually fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑπαγωγός carrying off downwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)